- δορκάδες
- δορκάςan animal of the deer kindfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BUBALUS — I. BUBALUS Graece βούβαλος, in Graeca Versione Deuteron. c. 14. v. 5. et 1. Regum c. 4. v. 23. non significat, quod hodie, bovis silvestris genus, sed capreae potius; unde Hesychius δορκάδιον, i. e. capreolum, explicat. Alii tamem bubalum a… … Hofmann J. Lexicon universale
DAMMAE — apud Solin. c. 5. ubi de Sicilia, Laudant alios montes duos, Nebroden, et Neptunium Nebrodem dammae et hinnuli gregatim pervagantur: sunt quae Δορκάδες Graecis et Κεμμάδες: Siculis Καμμάδες, unde Latini Tammas et Dammas, cum duplici m. secêre, ut … Hofmann J. Lexicon universale
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
αντιλοπίδες — (antilopidae). Οικογένεια μηρυκαστικών θηλαστικών. Πρόκειται για ζώα των οποίων το μέγεθος ποικίλλει, από αυτό του λαγού έως εκείνο του βοδιού. Έχουν συνήθως κέρατα χωρίς διακλαδώσεις και ζουν ομαδικά, εκτός των πολύ νέων και των γεροντικών που… … Dictionary of Greek
γαζέλα ή γκαζέλα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της υποοικογένειας των αντιλοπινών, η οποία ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των βοοειδών, γνωστά και ως δορκάδες ή ζαρκάδια. Ζώα χαμηλού αναστήματος, έχουν κομψό και ευκίνητο σώμα και κοντό, λείο και ομοιόμορφο… … Dictionary of Greek
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek